τήκει

τήκει
τήκω
melt
pres ind mp 2nd sg
τήκω
melt
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καύστης — καύστης, δωρ. τ. καύστας, ό (ΑΜ) [καίω] 1. αυτός που φλέγει, που καίει 2. αυτός που τήκει, που λειώνει κάτι («χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτάς», Πρόκλ.) 3. θερμαστής καμινιού, καμινοκαύστης …   Dictionary of Greek

  • μολυβδοτήξ — μολυβδοτήξ, ῆκος, ὁ (ΑΜ, Α και μολιβδοτήξ, ῆκος και μολιβδότηξ, ηκος) αυτός που τήκει τον μόλυβδο, ο εργάτης που λειώνει το μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + τήξ (< τήκω), πρβλ. κεραμο τήξ] …   Dictionary of Greek

  • μολυβδοχόος — ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος) αυτός που τήκει μόλυβδο και τόν χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινο χόος, χρυσο χόος] …   Dictionary of Greek

  • τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”